- σταυροκοπιέμαι
- Νβλ. σταυροκοπουμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταυροκοπιέμαι — σταυροκοπιέμαι, σταυροκοπήθηκα βλ. πίν. 59 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σταυροκοπιέμαι — και σταυροκοπ(ι)ούμαι σταυροκοπήθηκα, κάνω πολλές φορές το σημείο του σταυρού: Σταυροκοπήθηκε μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταυροκοπούμαι — έομαι και σταυροκοπιέμαι Ν κάνω πολλές φορές το σημείο τού σταυρού, κάνω πολλές φορές τον σταυρό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + κοπούμαι (< κόπος < κόπος < κόπτω)] … Dictionary of Greek